- οδοιπόρος
- ο (Α ὁδοιπόρος)1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχειλέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείταιαρχ.συνταξιδιώτης («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. νυκτι-πόρος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής αντί τής ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.